- κρισσοκάβων
- κρισσοκάβων, ωνος, ὁ,A suffering from varicocele, of horses, Hippiatr. 14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρισσοκάβων — κρισσοκάβων, ωνος, ὁ (Μ) (για άλογα) αυτός που πάσχει από κιρσοκήλη τών όρχεων … Dictionary of Greek
κρισσοκάβωνες — κρισσοκάβων suffering from varicocele masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)